προσεξερείδομαι

προσεξερείδομαι
Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσεξερείσασθαι — προσεξερείδομαι support oneself by aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”